- λασκάρισμα
- το [λασκάρω]χαλάρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λασκάρισμα — το, ατος (λ. ιταλ.), το χαλάρωμα: Το λασκάρισμα μιας βίδας μπλόκαρε όλο το σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μποσικάρισμα — και μποσκάρισμα, το [μποσικάρω] το χαλάρωμα τεντωμένου σχοινιού ή το λασκάρισμα βίδας … Dictionary of Greek
ξέσφιγμα — το [ξεσφίγγω] λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα … Dictionary of Greek
ξεβίδωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα τής βίδας 2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση 3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα … Dictionary of Greek
ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση … Dictionary of Greek
χάλαση — η / χάλασις, άσεως, ΝΑ [χαλῶ] χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο νεοελλ. 1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
μαϊνάρισμα — το (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα, το κατέβασμα: Το μαϊνάρισμα των πανιών έγινε από τους ναύτες. 2. το γαλήνεμα, ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Το μαϊνάρισμα της θάλασσας κράτησε μόνο για λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχείλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχειλώνω (βλ. λ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα: Το ξεχείλωμα των παπουτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)